Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

δάκρυσι καὶ στοναχῇσι καὶ ἄλγεσι ϑυμὸν ἐρέχϑων

См. также в других словарях:

  • ερέχθω — ἐρέχθω (Α) 1. σχίζω, διασχίζω, διαρρηγνύω, σπάζω 2. σπαράζω, κατασπαράζω («δάκρυσι και στοναχῇσι καὶ ἄλγεσι θυμὸν ἐρέχθων» αυτός που σπαράζει από δάκρυα και στεναγμούς και πόνους, Ομ. Οδ.) 3. παθ. ἐρέχθομαι φέρομαι εδώ κι εκεί, κτυπιέμαι απ’ τους …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»